- καρβουνιάρικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη: Έχει καρβουνιάρικο πρόσωπο.2. το ουδ., καρβουνιάρικο ως ουσ., το κατάστημα του καρβουνιάρη: Το σπίτι αυτό είναι δίπλα στο καρβουνιάρικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.