καρβουνιάρικος

καρβουνιάρικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη: Έχει καρβουνιάρικο πρόσωπο.
2. το ουδ., καρβουνιάρικο ως ουσ., το κατάστημα του καρβουνιάρη: Το σπίτι αυτό είναι δίπλα στο καρβουνιάρικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρβουνιάρικος — η, ο [καρβουνιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κάρβουνα ή στον καρβουνιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το καρβουνιάρικο α) ειδικό ιστιοφόρο ή φορτηγό ατμόπλοιο που προορίζεται για τη μεταφορά ανθράκων ή γαιανθράκων, ανθρακοφόρο β) ανθρακοπωλείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”